- ἐμφθέγγομαι
- ἐμφθέγγομαι,A = φθέγγομαι ἐν, speak then or there, Luc.Eun.7 (s. v. l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμφθέγγομαι — ἐμφθέγγομαι (Α) μιλώ με χαμηλή φωνή … Dictionary of Greek